Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Δέν ξεχνάει τήν Ἀναστασία του... μά ποθεῖ μόνο τήν ἔρημο



Ὅταν ὁ πύρινος δίσκος τοῦ ἥλιου φάνηκε ὁλόκληρος ἀπό τό βουνό, ὁ Εὐστάθιος χτύπησε στήν πόρτα διακριτικά. Βυθισμένος ὁ ἀρχιεπίσκοπος στόν ἑαυτό του δέν ἄκουσε. Ἔσπρωξε σιγά τήν πόρτα νά δεῖ πῶς εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ τόν εἶδε στό σκαμνί, μέ πρόσωπο σκυμένο καί ἰλαρό. Ὁ Εὐστάθιος δίστασε, μά ὁ Γρηγόριος κάτι κατάλαβε, γύρισε κι ἔκανε νόημα. Πλησίασε ἀθόρυβα ὁ Εὐστάθιος, ἔμεινε ἀκίνητος δίπλα του, περίμενε ἀρκετά λεπτά νά συνέλθει ἀπό τήν προσευχή, νά ἐπιστρέψει στόν αἰσθητό κόσμο.
Τόν βοήθησε νά σηκωθεῖ καί νά κάνει λίγα βήματα στό δωμάτιο.
Πῶς τοῦ ἦρθε ὅμως τοῦ Εὐσταθίου καί τοῦ θύμισε τήν Πόλη:
-Ἐδῶ γέροντα δέν ἔχουμε τά μεγαλεῖα τῆς πρωτεύουσας....
-Τί νά κάνω, παιδί μου, τά ξέχασα κι ὅλας ὅλα.
-Μά πῶς, ξανάπε ὁ Εὐστάθιος, τόσο γρήγορα;
-Εὔκολο, εὔκολο εἶναι, καημένε μου Εὐστάθιε. Μόνο τούς καλούς  ἁπλούς ἀνθρώπους....... αὐτούς πού τρέχανε νά μέ ἀκούσουν, αὐτούς ναί, δέν μπορῶ νά τούς ξεχάσω. Ἔχουνε φωλιάσει στό νοῦ καί τήν καρδιά μου, ὅπως τότε φωλιάζανε τά λόγια μου στίς δικές τους καρδιές. Ὅταν ἀκοῦς, παιδί μου, ὅτι ἀνάστησα τήν Ὀρθοδοξία στήν πρωτεύουσα, ἐννοῶ πῶς ἀνάστησα τήν ὀρθή πίστη στίς καρδιές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, φυσικά καί στίς καρδιές τῶν κληρικῶν καί τῶν ἀρχόντων, μά οἱ ἁπλοί τοῦτοι μ’ ἀκολούθησαν πρῶτοι καί αὐτοί ἤσανε οἱ πολλοί.
Κοντοστάθηκε ὁ ἄρρωστος ἀετός, σήκωσε βορειοδυτικά τά κουρασμένα του μάτια καί πῆρε νά ὀνειρεύεται... καί νά μονολογεῖ:
-Νά ’βλεπες τί γινότανε στήν Ἀναστασία μου.... ἄχ Εὐστάθιε, τά ξέχαα ὅλα, τά μεγαλεῖα καί τούς θαυμαστούς ναούς τῆς Πόλης.... μά τήν Ἀναστασία μου δέν τήν ξεχνῶ.... νά ’βλεπες πῶς τρέχανε οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ καί πῶς ἀλλάζανε οἱ καρδιές τους.... πῶς γίνονταν ὀρθόδοξοι, τέκνα δικά μου, πολλά δικά μου παιδιά, ἀναρίθμητα σοῦ λέω... καί τούς ἄφησα... Νά ’χεις τόσα πολλά κι ἀφοσιωμένα παιδιά κι ἔπειτα νά μένεις πατέρας χωρίς παιδιά.... Ποιός τά τρέφει τώρα, ποιός τά χορταίνει τήν πνευματική τους πείνα. Ὁ τροφοδότης πατέρας τους πέθανε γι’ αὐτά... δέ μέ νοιάζει γιά τούς θρόνους... ἄλλα σκέφτομαι.... ἄλλος τώρα θά γίνει πατέρας τῶν παιδιῶν πού γέννησα ἐγώ... θά γίνει χωρίς νά κουραστεῖ, χωρίς νά πετροβοληθεῖ.... Ἄς ἔχουνε ὅμως τά παιδιά μου ὀρθόδοξη τροφή.... κι αὐτό μέ φτάνει. Βλέπεις, εἶχα λόγο δυνατό γιά τήν Τριάδα, φανέρωνα παντοῦ τὴν ἀλήθεια καί δέ μέ ἄντεξαν, τούς ἔγινα βαρύς.... Πού νά ’βλεπες, καλέ μου Εὐστάθιε, πῶς μέ κατηγορούσανε, πῶς μέ πετροβολούσανε ὅλοι μαζί!!! Καί κεῖνοι στή Σύνοδο, πόσο πασχίζανε νά μέ διώξουν......
Ὁ Εὐστάθιος διακριτικά τόν διέκοψε μέ κάποια πρόφαση. Αὐτά πού μονολογοῦσε ὁ γέροντάς του πονοῦσαν πολύ καί τώρα ἔπρεπε ν’ ἀναρρώσει, χωρίς δυσάρεστες ἀναμνήσεις Ἀλλά καί πῶς νά τά λησμονήσει; Δέν ἦταν εὔκολα κι ἄς προσπάθησε πολύ. Πάντως, μέρα μέ τή μέρα ὅλο καί καλύτερα πήγαινε. Ἡ διάθεσή του, τά πόδια του καλυτερεύανε.
Ἔβγαινε καί περπατοῦσε μόνος. Πέρναγε ἀπό τά χωράφια κι ἔφτανε μέχρι τό λόγκο, τό κοντινό ρουμάνι. Πολύ πιό ψηλά, στίς πλαγιές τοῦ βουνοῦ, ἀγνάντευε μέ παράπονο τή σπηλιά, ὅπου πρίν δέκα χρόνια εἶχε κλειστεῖ καί εἶχε ἀσκητέψει αὐστηρά. Τώρα σήκωνε τά μάτια πρός τά κεῖ ἐπίμονα. Κοίταζε γιά ὥρα πολύ καί μέσα στόν βαθύ βυθό τῆς ψυχῆς του σκίρταγε μιά νοσταλγία: «πότε θά γίνω πάλι ἐρημίτης, ἡσυχαστής γιά πάντα»! .
Ἀλλά τόν ἔπιανε συχνά παράπονο:
-Μεγάλο τ’ ὄνομα τῆς Τριάδος μου, ἀλλά σέ μένα ὅλα τά βάσανα καί τά ἐμπόδια! Ἔλεος, βασιλέα μου Χριστέ, δέν ἀντέχω! Ὀρθό δέν εἶναι αὐτό πού θέλω, αὐτό πού σοῦ ’χω ἀπό νέος ὑποσχεθεῖ, νά γίνω ἡσυχαστής, ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπ’ ὅλα καί μόνο νά προσεύχομαι; Ἄφησε ὅλους τούς διαβόλους νά μέ χτυποῦν, δέ βλέπεις πῶς κατάντησα; Ράκος, ἄχρηστος, γιά τίποτα.... κι ὥς ἐδῶ πού σέρνομαι, μέ παραφυλᾶνε πιό πίσω μήν πέσω καί τσακιστῶ....
Στήν κρίσιμη στιγμή συνερχότανε καί συνειδητοποιοῦσε ὅτι ξεπέρασε τά ὅρια:
-Ὅμως καλά κάνεις, Χριστέ μου, γεμάτος πάθη καί ἁμαρτίες εἶμαι, γι’ αὐτό μέ παιδεύεις.... μά στήν ἡσυχία θά προσπαθήσω πολύ.... μέ ἄσκηση καί προσευχή θά καθαρθῶ, θά πολεμήσω μέ τή βοήθειά σου τά πάθη μου, νά ἔχεις θρόνο καθαρό, γιά νά μένεις μέσα μου μοναδικός καί παντοτινός βασιλέας!
Οἱ μέρες τοῦ Ἰούλη περάσανε. Ὁ Αὔγουστος μπῆκε ἀνελέητος. Λιοπύρι στήν περιοχή. Ἔκαιγε ὁ τόπος. Ψήνονταν τά βράχια. Οἱ χωρικοί ἐργάζονταν μόνο τό πολύ πρωί, μέχρι νά σηκωθεῖ λίγες ὀργιές ὁ ἥλιος. Καί τό δείλι, μόνο ὅταν κόντευε νά βασιλέψει ὁ ἥλιος. Ὁ Γρηγόριος ἔβγαινε κάθε δείλι, νά νιώσουνε τά πόδια του κοντά στό σπίτι, πάντα πρός τό βουνό, ὥς ἐκεῖ πού ἀρχίζει ὁ πολύς ἀνήφορος. Στεκότανε σ’ ἕνα μιρκό βράχο καί στήλωνε τά μάτια, πότε χαμηλά στά καλλιεργημένα χωράφια, πότε ψηλά στίς κορυφές. Αὐτές τοῦ παίρνανε τό νοῦ....



Παραπονιέται στό Θεό καί παραδίδεται στό Θεό (σελ.304-306)
Στίς ἀρχές Αὐγούστου ἦρθε στήν Ἀριανζό ὁ Κληδόνιος, τόν ὁποῖο εἶχε ἀφήσει νά ποιμαίνει τήν Ἐκκλησία τῆς Ναζιανζοῦ. Τοῦ ’φερε ἀπό τήν Πόλη τά νέα. Διάδοχό του στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης, στόν θρόνο τῆς πρωτεύουσας, εἴχανε οἱ συνοδικοί ἐκλέξει τό Νεκτάριο. Ἕνα σεβαστό πρόσωπο τῆς πολιτείας -ἤτανε συγκλητικός- πού ὅμως δέν εἶχε κἄν βαπτιστεῖ. Καλός κι ἐνάρετος, μά ἤτανε ἀκόμα κατηχούμενος! Καί ὅμως τόν ἐξέλεξαν ἀρχιεπίσκοπο..... Ὁ Γρηγόριος δέ θυμότανε ἄν τόν εἶχε γνωρίσει, ἀλλά τό βραδάκι, στόν περίπατο πού βγήκανε μέ τόν Κληδόνιο, ἔδειξε ταραγμένος. Σταθήκανε στό συνηθισμένο βραχάκι καί ἀσυναίσθητα ἔφερε τήν κουβέντα ἐκεῖ:
-Τούς ἐνοχλοῦσε ἡ δύναμη τοῦ λόγου μου καί τώρα βάλανε αὐτόν, πού δέν ἔχει καθόλου λόγο.... δέν εἶχε καλά- καλά κατηχηθεῖ.... τί νά τούς εἰπεῖς; Νοιάζονταν γιά τούς κανόνες, πού τάχα εἶχα παραβιάσει, γιατί μέ κάνανε κάποτε ἐπίσκοπο Σασίμων. Καί τώρα πού παραβήκανε κανόνα, πού λέει νά μή χειροτονοῦμε κληρικούς, ἄν πρῶτα δέ δοκιμαστοῦνε γιά πολύ ὡς βαφτισμένοι χριστιανοί; Τώρα τούς ἔφυγε ἡ εὐαισθησία γιά τούς κανόνες..... Στό κάτω-κάτω ἐγώ χειροτονήθηκα γιά τά Σάσιμα, μά δέ λειτούργησα ἐκεῖ ποτέ!
-Ἔτσι εἶναι, γέροντα, λέει ὁ Κληδόνιος, μά ὅλοι λένε στήν Πόλη καί παντοῦ, ὅτι σέ τιμᾶνε καί πρῶτος ὁ Νεκτάριος. Οἱ πολλοί ἐπίσκοποι τώρα μιλᾶνε μέ θαυμασμό γιά τό ἔργο σου, ὅλοι -ὅσοι καταλαβαίνουν- ἀκολουθᾶνε τή θεολογία σου. Διαβάζουνε καί ξαναδιαβάζουνε τίς ὁμιλίες σου, γιά νά γίνουνε καλοί ὀρθόδοξοι.
-Δέ λέω, ἀδελφέ μου, κι ἐγώ κατάλαβα φεύγοντας ὅτι ἀρκετοί μετάνοιωσαν γιά ὅσα μοῦ κάμανε..... ἀλλά νά, πῶς νά τό πῶ, ἡ στάση τους μέ πλήγωσε βαθιά, τόσο πού ἀρρώστησα πιό πολύ... Ἤμουνα πού ἤμουνα στό κακό μου τό χάλι, μέ πλήγωσαν κι αὐτοί τώρα πάλι καί νιώθω τόν ἑαυτό μου χειρότερα.
-Μά ἐσύ τά λές, σεβαστέ μας, ἐσύ πού ξεπερνᾶς ὅλες τίς πίκρες, ἐσύ πού συγχώρεσες τόσους καί τόσους μέχρι τώρα;
-Ὄχι, δέν εἶμαι τόσο μεγαλόκαρδος ὅσο νομίζεις. Μικρός καί τιποτένιος νιώθω μπροστά στό Θεό. Καί.... θά σοῦ πῶ κάτι, μία μου ἀπορία. Μοῦ ’δωσε ὁ Θεός τόσα βάσαν, πού λέω μέσα μου: Ἰώβ μέ πέρασες Θεέ μου, πῶς θά τ’ ἀντέξω; Μεγάλο τ’ ὄνομά του, ὅλα τά ὑπόμεινα. Γκρινιάζω βέβαια, παραπονιέμαι στό Θεό, ἔπειτα τοῦ ζητῶ συγχώρηση, πέφτω στά γόνατα -ὅταν μπορῶ νά τά λυγίσω- κλαίω καί ζητῶ νά μοῦ συγχωρέσει τό παράπονο.... ποιός εἶμαι γώ πού τοῦ παραπονιέμαι;



Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)


(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
 
(σελ.302-306)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου

Ἔκδοση Δ΄


Ἀποστολική διακονία




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας