Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Νεοφερμένοι καί ἰσχυροί ἐπίσκοποι ἀμφισβητοῦν τό Γρηγόριο



Ξαστεριά λοιπόν καί δροσερό ἀεράκι στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτό δέν ἄρεσε στό Διάβολο καί βάλθηκε νά πληθύνει τά βάσανα τοῦ Γρηγορίου καί τίς δυσκολίες τῆς Ἐκκλησίας. Πλησιάζοντας τά μέσα τού Ἰουνίου, ὁ Γρηγόριος χτυπήθηκε πάλι ἀπό ἀρρώστια. Στό κρεβάτι, δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ, νά μπεῖ στήν ἅμαξα καί νά πάει στήν Ἁγία Εἰρήνη. Πάλι ἐκεῖ ἀσυννενοησία καί ἀναρχία. Κανείς δέν μπροῦσε νά ἐπιβληθεῖ. Φουντώσανε τά προσωπικά καί θεριέψανε οἱ μικροδιαφορές. Οὔτε ὁ Γρηγόριος Νύσσης, οὔτε ὁ Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου καί ὁ γερο-Διόδωρος Ταρσοῦ καταφέρανε νά συγκρατοῦνε τά πνευματα.

Καί τίς κακές τοῦτε ἡμέρες, φτάσανε στήν Πόλη καθυστερημένα ἐπίσκοποι ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τή Μακεδονία. Εἶχαν ἐπικεφαλῆς δύο ἰσχυρούς ἄνδρες. Τόν Τιμόθεο Ἀλεξανδρείας, πού μόλις διαδέχτηκε τόν ἀδελφό του Πέτρο, καί τόν Ἀσχόλιο Θεσσαλονίκης, πού ἔμμεσα ἐκπροσωποῦσε τίς ἀπόψεις τῶν δυτικῶν καί μάλιστα τοῦ Δαμάσου Ρώμης.
Οἱ ἀλεξανδρινοί καί οἱ δυτικοί εἴχανε κοινή στενοχώρια. Βλέπανε τόν τελευταῖο χρόνο νά μεγαλώνει ἀπότομα τό κύρος τοῦ ἐπισκόπου τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἕνεκα τῆς ἐπιρροῆς τῆς πρωτεύουσας κι ἕνεκα τῆς φήμης τοῦ Γρηγορίου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀποκτοῦσε τό κύρος, πού εἶχε ὥς τώρα ἡ Ἀλεξάνδρεια, κι ἔφτανε στό ὕψος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
Θυμᾶσαι, ἀναγνώστη, ὅτι, πρίν ἕνα χρόνο, παρασύρθηκε ὁ γέρο-Πέτρος Ἀλεξανδρείας καί ὑποστήριξε γιά τό θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης τόν τυχοδιώκτη Μάξιμο, παραγκωνίζοντας τό Γρηγόριο. Καί ὁ Δάμασος Ρώμης ἦταν ἐπίσης κατά τῆς ἐθρονίσεως τοῦ Γρηγορίου. Ἔγραψε γράμμα στόν Ἀσχόλιο καί τοῦ ζητοῦσε νά ἐπέμβει στή Σύνοδο, γιά νά μήν ἐνθρονιστεῖ ὁ Γρηγόριος.
Ἤρθανε, λοιπόν, οἱ ἐπίσκοποι τοῦτοι γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ μυαλό τους εἴχανε ἄλλα. Καὶ παρουσιάστηκαν μέ τόση ἔπαρση κι ἐγωισμό, πού σπάνια συναντάει κανείς. Τά μάτια τους δείχνανε πάθος, πού ἔκαιγε καί τρόμαζε. Οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι βρεθήκανε σέ δύσκολη θέση, γιατί οἱ νεοφερμένοι ἀμφισβητούσαν πολλά ἀπ’ ὅσα εἶχαν ἐκεῖνοι ἀποφασίσει. Γιά τά θεολογικά, βέβαια, δέ συζητούσανε, δέν εἴχανε τό κουράγιο νά θέσουνε θέμα. Γιά τ’ ἄλλα ὅμως, χαλάσανε τόν κόσμο. Βρήκανε κάποια ἀντίσταση, ἀλλά πιαστήκανε ἀπό ἕνα κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει τό μεταθετό τῶν ἐπισκόπων. Ὑποστηρίαξανε μέ πάθος ὅτι ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Γρηγορίου στήν Κωνσταντινούπολη ἀποτελοῦσε μετάθεση ἀπό τά Σάσιμα. Ἑπομένως, γι’ αὐτούς, ἤτανε ἀντικανικός. Ἔπρεπε δηλαδή νά ἐκλεγεῖ ἄλλος ἐπίσκοπος γιά τήν Κωνσταντινούπολη.
Ὅλ’ αὐτά λίγο –πολύ φτάσανε στό κελλί τοῦ Γρηγορίου καί τό ποτήρι ἄρχισε νά ξεχειλίζει. Οἱ ἄνθρωποί του καὶ ὁ Ἀμβρόσιος φροντίζανε νά μήν τά μαθαίνει ὅλα, μά κάποια μάθαινε. Καί τά λίγα φτάνανε. Ἡ πίκρα καί ἡ ἀπογοήτευση ἀνέβαιναν ἀσταμάτητα.
Μιά μέρα, γιά λόγους ἀβροφροσύνης κι ἕνεκα τῆς φήμης του ὡς μεγάλου θεολόγου, μερικοί αἰγύπτιοι καί μακεδόνες ἐπίσκοποι ἐπισκεφτήκανε τόν ἄρρωστο Γρηγόριο στό κελλί του. Τούς ὑποδέχτηκε μ’ εὐγένεια. Συζητήσανε διάφορα. Τούς ἄκουγε πού λέγανε τό ἕνα καί τό ἄλλο. Σέ μιά στιγμή ὅμως ξανοιχτήκανε ἀπό ἀφέλεια ἤ ἀπό τύψεις καί τοῦ εἴπανε καθαρά:
-Ἐμεῖς, ἀδελφέ Γρηγόριε, δέν ἔχουμε τίποτα ἐναντίον σου. Οὔτε θά προσπαθήσουμε νά κάνουμε ἄλλον ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινούπολης.
Ἀπορημένος ὁ ἄρρωστος ἀρχιεπίσκοπος ἄκουγε καί μπερδευότανε περισσότερο. Συνεχίσανε μέ την ἐξωφρενική δικαιολογία:
-Αὐτά πού εἴπαμε μέσα κι ἔξω ἀπό τή Σύνοδο ἦταν ἀπό πεῖσμα. Οἱ ἀνατολικοί ἐπίσκοποι δέ μᾶς ὑπολογίσανε καί τό ξέρεις. Προχωρήσανε μόνοι τους κι ἀποφασίσανε χωρίς ἐμᾶς. Τώρα καί μεῖς θά τούς φέρουμε σέ δύσκολη θέση, θά τούς δείξουμε ὅτι πρέπει νά μᾶς ὑπολογίζουνε...
Ὁ Γρηγόριος ἔμεινε ἄναυδος. Ὅλος, λοιπόν, ὁ σάλος ἀπό πεῖσμα! ἔτσι.... γιά νά σοῦ δείξω ποιός εἶμ’ ἐγώ, ποιός εἶσαι σύ! τόσο χαμηλά..... Ἀντί νά χαρεῖ, πού τελοσπάντων ἡ ἐναντίον του πολεμική αἰτία εἶχε ὄχι τόν ἴδιο ἀλλά τήν τιμωρία τῶν ἄλλων ἀνατολικῶν, ἕνιωσε ἀπογοήτευση γιά τή μικρότητα τῶν κληρικῶν τούτων. Δέν ξέρουμε τί ἀκριβῶς τοὺς ἀπάντησε. Φαίνεται ὅτι δὲ βρῆκε κουράγιο κάτι νά τούς συστήσει. Καί τί νόημα θά ’χε νά τό κάνει μέ τέτοια νοοτροπία πού ἔδειχναν; Καί αὐτοί τουλάχιστον εἴχανε ἀφελή τήν παληανθρωπιά, ἐξομολογοῦντο κιόλας γιατί τό κάνουν. Οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού δέν μπορούσανε ν’ ἀνεχτοῦν τή μεγαλωσύνη του; Οἱ ἄλλοι, πού τόν βλέπανε στή Σύνοδο καί ἀρρωσταίνανε ἀπό τό κακό τους;  Τί θά ’κανε μ’ αὐτούς ὅλους; Πόσο θά συγκρατοῦσαν τήν κακία τους, τή μανία τους νά ἐπιβάλουνε τή θέλησή τους;
Ἐκεῖνες τίς κρίσιμες ἡμέρες, πού οἱ νεοφερμένοι καί ἄλλοι ἐπίσκοποι ἀνακάτωναν μέσα κι ἔξω ἀπό τήν Ἁγία Εἰρήνη ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου, ὁ ἄτυχος Θεολόγος ἔμενε καρφωμένος στό κρεβάτι.
Ἤθελε ν’ ἀντιδράσει γιά ὅσα λέγανε γι’ αὐτόν. Οἱ φίλοι του ἐπίσκοποι ἐξηγούσανε ὅσο μπροῦσαν, ὅτι ὁ Γρηγόριος δέν ἔχει μετατεθεῖ ἀπό τά Σάσιμα, ἀφοῦ στὴν ἐπισκοπή αὐτή δὲ λειτούργησε ποτέ, οὔτ’ ἕνα Ἑσπερινό δέν ἔκανε! Κι ἔπειτα στήν Ἀνατολή μεταθέσεις γίνονταν πάντοτε. Ὁ κανονισμός τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδους κατά τῆς μετάθεσης τῶν ἐπισκόπων ἔγινε γιά τήν ἀποφυγή τῶν καταχρήσεων. Ὅταν ὅμως εἶναι ἡ μετάθεση ἀναγκαία; Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τή χρειάζεται; Στό κάτω- κάτω εἴχανε ὅλα τελειώσει.
Ὁ Γρηγόριος εἶχε κανονικά ἀναγνωριστεῖ καί ἐνθρονιστεῖ ἀπό τή Σύνοδο, πού δέν μποροῦσε νά ὑπαναχωρήσει. Κι ἀκόμα εἶχε τήν ὑποστήριξη τοῦ πανίσχυρου αὐτοκράτορα, τοῦ Θεοδοσίου. Ἀλλά ὁ Γρηγόριος δέν τά μέτραγε ἔτσι.
Ὧρες-ὧρες ἔνιωθε σάν τό ἄλογο, πού κλεισμένο στό σταῦλο χτυπᾶ τίς ὀπλές του στό ἔδαφος, χωρίς νά μπορεῖ νά βγεῖ στόν ἐλεύθερο χῶρο, νά τρέξει.... Ποτέ δέν εἶχε στενοχωρηθεῖ γιά τήν ἀρρώστια του τόσο πολύ, ὅσο τή φορά τούτη. Γιατί τόν ἐμπόδιζε νά βγεῖ ἔξω, νά βρεῖ τούς ἐπισκόπους, νά τούς ἐξηγήσει, νά παρουσιάσει τά ἐπιχειρήματά του, νά τούς δείξει γιατί δέν εἶναι ἀντικανονικός... νά τούς πείσει ὅτι δέν ἀγαπᾶ τό θρόνο καί τήν ἐξουσία. Ἔπειτα, ὅμως, ἔπεφτε ἡ ὁρμή του. Ἠρεμοῦσε, ὑποτασσότανε στήν πορεία τῶν πραγμάτων κι ἔλεγε:
-Ἔτσι θέλεις... καί δέ μέ βοηθᾶς, Χριστέ μου. Ἄς ἔρθει ὅποιο κακό εἶναι νά ’ρθεῖ, ἕτοιμος εἶμαι νά τό δεχτῶ.
Ὁ χαρακτήρας του καί ἡ πνευματική ζωή δέν τοῦ ἐπιτρέπανε ν’ ἀνακατευτεῖ σέ μηχανορραφίες, νά κινεῖται στά παρασκήνια.
-Σ’ ὅλη μου τή ζωή, ἔλεγε, ἀγωνίζομαι νά ’χω ἁπλότητα καρδίας. Καί τώρα πού πλησιάζει τό τέλος μου, νά μπῶ στό χορό τῶν παρασκηνίων; Ὄχι, δέν τό μπορῶ.... Κι ἄλλωστε, πῶς νά πείσω αὐτούς, πού ἔχουνε μανία γιά τήν ἐξουσία, ὅτι ἐγώ τήν ἀποστρέφομαι... Πῶς νά πείσω αὐτούς, πού ὅλη τήν ἡμέρα τρέχουνε ἀπό πόρτα σέ πόρτα, ὅτι μέγιστη πράξη εἶναι ἀπραξία, ὁ ἡσυχαστικός βίος τῆς προσευχῆς;
Τ’ ἄκουσε αὐτά καί ὁ Θεόφιλος, ὁ πιό μικρός ἀπ’ ὅσους βρίσκονταν κοντά στό Γρηγόριο. Δέν τά κατάλαβε καλά καί νόμισε ὅτι μπορεῖ νά βοηθήσει:
-Ἄφησέ με, γέροντα, νά πάω ἐγώ. Θά πέσω στά πόδια τους, θά τούς παρακαλέσω νά μήν τά βάζουνε μαζί σου...
Ὁ Γρηγόριος γέλασε μέ τήν ἀφέλεια τοῦ νεαροῦ καί ἄθελά του εἶπε κουβέντες πικρές:
-Αὐτοί, παιδί μου, δέν ἀλλάζουνε τώρα. Μίσησαν τή δύναμη τοῦ λόγου μου. Τό πού μπορῶ νά θεολογῶ καί νά ἐξηγῶ γιά τήν Ἁγία Τριάδα... Δέν ἀνέχονται ὅσα ἐπαινετά λέει γιά μένα ὁ κόσμος... κατάλαβες παιδί μου; Ἀλλά τοῦτα ὅλα, μήπως εἶναι δικά μου; Ὁ Θεός τά δίνει καί γώ τό ὄργανό του. Μιλάω κι ὅ,τι ἐξηγῶ εἶναι ὁ Θεός καί ἡ δόξα του, ὄχι ἡ δική μου δόξα.... οὔτε ἡ θεολογία εἶναι δική μου... λέω αὐτό πού μοῦ φανερώνει τό ἅγιο Πνεῦμα, δέ λέω δικές μου θεωρίες...
Οἱ φίλοι τοῦ Γρηγορίου εἴχανε ν’ ἀντιμετωπίσουν κι ἄλλο ἐπιχείρημα. Στούς κύκλους τῶν ἐπισκόπων, στό ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνής καί ἀλλοῦ, ψιθυρίζανε μέ ὕφος, τάχα θλιμμένου:
-Ὁ Γρηγόριος, βέβαια, εἶναι σπουδαῖος, ἀλλά ὁ καημένος πολύ ἄρρωστος..... κάτι πρέπει νά γίνει... τί νά συζητᾶμε γιά τήν κανονικότητά του... ἀφοῦ δέν μπορεῖ οὔτε στή συνεδρία νά ’ρθει... χρειαζόμαστε ἀρχιεπίσκοπο καί πρόεδρο ὑγιή...
Τέτοιες κουβέντες διαβρώνανε τίς ρηχές συνειδήσεις ἀρκετῶν ἐπισκόπων, ἀλλά ἡ πλειοψηφία, ἔστω χλιαρά, δεχότανε σιωπηρά τό Γρηγόριο καί ὡς κανονικό ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινούπολης καί ὡς πρόεδρο τῆς Συνόδου. 


 

Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
    (σελ.265-269)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας