Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Ερμηνεία των Μακαρισμών από τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο. Μακαρισμός ἕβδομος (Μέρος Α΄)



 Αγα­πη­τοί μου, σ’ ἕ­να μου­σεῖ­ο ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ζω­γρα­φι­κός πί­να­κας, μί­α ἐ­λαι­ο­γρα­φί­α, πού πα­ρι­στά­νει μιά κα­ται­γί­δα στή θά­λασ­σα. Ἄ­γρια κύ­μα­τα, μαῦ­ρα σύν­νε­φα καί ζω­η­ρές λάμ­ψεις αὐ­λα­κώ­νουν τόν οὐ­ρα­νό. Τά συν­τρίμ­μια ἑ­νός ναυ­α­γί­ου ἐπιπλέ­ουν στούς ἀ­φρούς τῆς θά­λασ­σας, καί κά­που - κάπου φαί­νε­ται κα­νέ­να χέ­ρι νά βγαί­νει ἀ­πό τή θά­λασ­σα ζητώντας ἀ­πελ­πι­σμέ­να βο­ή­θεια. Ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἐ­πι­φά­νεια τῆς θά­λασ­σας προ­βάλ­λει ἕ­νας βρά­χος, πού πά­νω του σπά­ζουν τά κύ­μα­τα. Σ’ ἕ­να κοί­λω­μα τοῦ βρά­χου ὑ­πάρ­χει λί­γη πρα­σι­νά­δα, καί καθισμένο πάνω της ἕ­να ἀ­γρι­ο­πε­ρί­στε­ρο κοι­τά­ζει ἤ­ρε­μο καί ἀ­τά­ρα­χο τήν κα­ται­γί­δα.

Ἡ εἰ­κό­να αὐ­τή φα­νε­ρώ­νει τήν εἰ­ρή­νη πού βα­σι­λεύ­ει στήν ψυ­χή τοῦ Χρι­στια­νοῦ, πού ­μέ­σα στίς κα­ται­γί­δες τῆς ζω­ῆς μέ­νει ἤ­ρε­μος, ἀ­τά­ρα­χος καί εἰ­ρη­νι­κός, για­τί ἡ εἰ­ρή­νη του εἶ­ναι ὁ Θε­ός.
Γι’ αὐ­τό λέ­ει ὁ ἕβδομος μα­κα­ρι­σμός: «μα­κά­ριοι οἱ εἰ­ρη­νο­ποι­οί, ὅ­τι αὐ­τοὶ υἱ­οὶ Θε­οῦ κλη­θή­σον­ται»[1]. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶναι ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­χουν τήν εἰ­ρή­νη, πού φέρνουν τήν εἰ­ρή­νη –αὐ­τό θά πεῖ εἰ­ρη­νο­ποι­όςγιατί αὐ­τοί θά ἀ­πο­κλη­θοῦν ″παι­διά τοῦ Θε­οῦ ″.
Πραγματικά, τό πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἀ­γα­θό εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη, πού μό­νο ὁ Χρι­στια­νός μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­κτή­σει, ὅ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χεια τοῦ θέ­μα­τός μας. Ὁ κό­σμος οὐ­σι­α­στι­κά δέν ἔ­χει εἰ­ρή­νη. Ὁ κό­σμος ἔ­χει τήν ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα, τήν ἀ­γω­νι­ώ­δη μέ­ρι­μνα, τό ἄγ­χος.
μα­κα­ρι­σμός τῶν εἰ­ρη­νο­ποι­ῶν εἶ­ναι καρ­πός αὐ­τῶν πού ἔχουν καρ­δί­αν κα­θα­ράν · δη­λα­δή ὁ μα­κα­ρι­σμός αὐ­τός εἶναι συ­νέ­πεια τοῦ προ­η­γού­με­νου μα­κα­ρι­σμοῦ, πού ἤδη ἐξετάσαμε, καί λέ­ει: «μα­κά­ριοι οἱ κα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­ᾳ, ὅ­τι αὐ­τοὶ τὸν Θε­ὸν ὄ­ψον­ται». Γι’ αὐ­τό καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ση­μει­ώ­νει: «Εἰ­ρή­νην δι­ώ­κε­τε με­τὰ πάν­των, καὶ τὸν ἁ­για­σμόν, οὗ χω­ρὶς οὐ­δεὶς ὄ­ψε­ται τὸν Κύ­ριον»[2]. Δηλαδή: Νά ἐ­πι­δι­ώ­κε­τε τήν εἰ­ρή­νη μέ ὅ­λους, ὅ­σο τοῦ­το εἶ­ναι δυ­να­τόν, ἀλ­λά νά ἐ­πι­δι­ώ­κε­τε καί τόν ἁ­για­σμό, χω­ρίς τόν ὁ­ποῖ­ο –ἐν­νο­εῖ­ται μα­ζί καί τήν εἰ­ρή­νη– κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά δεῖ πρό­σω­πο Θε­οῦ.
Ἐ­δῶ βλέ­που­με ὅτι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς πα­ρου­σιά­ζει δύο στοιχεῖα, τόν ἁ­για­σμό καί τήν εἰ­ρή­νη, ὡς προϋπόθεση γιά νά δεῖ κα­νείς τό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι τό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό ἄ­κρως ἐ­φε­τόν, δη­λα­δή τό ἀ­κραῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πό­θου θά λέ­γα­με. Τί ἄλλο θά ἤθελα νά δῶ; Τί ἄλλο θά ἤθελα νά ἀπο­κτή­σω; Τί ἄλλο θά ἤθελα νά γί­νω; Ὅ­λα αὐτά εἶ­ναι ἐπιθυμίες κατώτερες ἀπό αὐ­τό τό ἀ­κραῖ­ο, ἀπό τό νά δῶ δηλαδή τό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ! Αὐ­τή ἡ θε­ω­ρί­α, ἡ ὅραση, τοῦ προ­σώ­που τοῦ Θε­οῦ μοῦ δί­νει ὅ­λη τή μα­κα­ρι­ό­τη­τα.
Γιά νά τό κα­τα­λά­βε­τε αὐ­τό, σᾶς ἀναφέρω ἕνα πα­ρά­δειγμα μέ τόν ἥ­λιο. Ὅ­ταν ὁ ἥλιος στέλνει μί­α δέ­σμη ἀκτί­νων, αὐ­τή ἡ δέ­σμη εἶ­ναι φο­ρέ­ας πολ­λῶν πραγ­μά­των· εἶ­ναι φο­ρέ­ας θερ­μότητος καί φωτός, φο­ρέ­ας χη­μι­κῶν ἀλ­λοι­ώ­σε­ων, καί μη­χα­νι­κῶν ἀ­κό­μη ἄν θέ­λε­τε, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἔ­τσι λοι­πόν ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ προ­σώ­που τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι φο­ρέ­ας μα­κα­ρι­ό­τη­τος, εἶναι ἐ­κεῖ­νο πού κά­νει τόν ἄν­θρω­πο πραγ­μα­τι­κά εὐ­τυ­χισμένο. Καί αὐ­τή ἡ μα­κα­ρι­ό­τη­τα δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­η­θεῖ ἐδῶ στή γῆ, παρά μόνο με­ρι­κῶς.
 Ἀλ­λά πῶς ὅ­μως θά ἔ­χει ἡ καρ­διά εἰ­ρή­νη, ἄν δέν ὑ­πάρ­χει καί ὁ ἁ­για­σμός; Προηγουμένως δηλαδή πρέ­πει νά κα­θα­ρί­σου­με τόν ἑ­αυ­τό μας ἀ­πό ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, καί τά σαρ­κι­κά καί τά ψυ­χι­κά. Σαρ­κι­κά ἁ­μαρ­τή­μα­τα εἶ­ναι ἡ ἀ­νη­θι­κό­τητα, ἀ­πό σω­μα­τι­κῆς πλευ­ρᾶς. Ἄν δη­λα­δή ἀ­φή­νου­με τόν ἑ­αυ­τό μας νά κι­νεῖ­ται στήν ἀ­νη­θι­κό­τη­τα, μή πε­ρι­μέ­νου­με νά ἔ­χου­με εἰ­ρή­νη στήν ψυ­χή μας, μή πε­ρι­μέ­νου­με νά δοῦ­με πρό­σω­πο Θε­οῦ· εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το!
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει ὅτι χω­ρίς τόν ἁ­για­σμό «οὐ­δεὶς ὄ­ψε­ται τὸν Κύ­ριον», δέν μπο­ρεῖ κανείς νά ἔχει οὔ­τε εἰ­ρή­νη οὔ­τε ὅραση τοῦ Θε­οῦ! Τί­πο­τα. Ἐ­πει­δή εἶστε νέ­οι ἄν­θρω­ποι, θά πα­ρα­κα­λέ­σω –ἀφοῦ ὑ­πάρ­χει αὐ­τή ἡ ρο­πή πάν­το­τε στό κα­κό, ἐξαιτίας βέ­βαι­α τῆς πε­σμέ­νης μας φύ­σεως– νά τό προ­σέ­ξετε αὐ­τό, ἰ­δί­ως σχετικά μέ τά σαρ­κι­κά ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἐ­πι­μέ­νω. Καί ἐπι­μέ­νω για­τί ἐ­πι­μέ­νει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ, καί αὐ­τό μᾶς λέ­ει ἡ ἐμ­πει­ρί­α μας.
Ἀλ­λά καί τά ψυ­χι­κά ἁ­μαρ­τή­μα­τα –ὅ­πως πρῶτα ἀπ’ ὅλα εἶ­ναι ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ὁ φθό­νος, τό μῖ­σος– ὅ­λα αὐτά τά ψυ­χι­κά ἁ­μαρ­τή­μα­τα ἐμ­πο­δί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο νά ἔ­χει εἰ­ρή­νη μέ­σα στήν ψυ­χή του.
Ἀλ­λά τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη;
Εἰ­ρή­νη εἶ­ναι ἡ ἀ­γα­θή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο πρό­σω­πα ἤ σέ δύ­ο ὁ­μά­δες ἀν­θρώ­πων, καί ἐ­κεῖ ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται ἡ ἐ­ξα­σφά­λι­ση καί ἡ δι­α­τή­ρη­ση τῆς γα­λή­νης, τῆς ἠρε­μί­ας καί τῆς συμ­φω­νί­ας. Νά ἔ­χου­με δηλαδή ὅ­λοι τό ἴ­διο πνεῦ­μα, καί τοῦ­το βέ­βαι­α πάν­το­τε μέ τή δι­ά­στα­ση τῆς χριστιανικῆς ἀ­γά­πης. Δι­ό­τι καί οἱ λη­στές ἔ­χουν μί­α κάποια συμ­φω­νί­α με­τα­ξύ τους, ἀλ­λά δέν ἔ­χουν τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, δέν ἔ­χου­ν βέ­βαι­α τήν ἀ­γά­πη. Ἐ­κεῖ­νοι συμ­φω­νοῦν γιά νά κά­νουν τό κα­κό· ἡ συμφωνία ὅμως τῶν εἰρηνο­ποιῶν εἶναι μέσα στό πνεῦμα τῆς ἀγά­πης, μέσα στό πνεῦμα τοῦ Χρι­στοῦ.
Εἰ­ρη­νο­ποι­οί λέ­γον­ται ὅ­σοι ἀ­πο­κα­θι­στοῦν τή χα­μέ­νη εἰ­ρή­νη ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο ἀν­τι­μα­χό­με­νες ὁ­μά­δες ἤ ἀν­τι­μα­χό­με­να πρό­σω­πα. Αὐ­τός πού φέρνει τήν εἰ­ρή­νη, πού συμ­φι­λι­ώ­νει, αὐ­τός λέ­γε­ται εἰ­ρη­νο­ποι­ός. Ἀλ­λά γιά νά εἶναι κάποιος εἰ­ρη­νο­ποι­ός, πρέ­πει ὁ ἴ­διος βέ­βαι­α νά ἔ­χει εἰ­ρή­νη, νά εἶ­ναι υἱ­ός εἰ­ρή­νης, κι αὐτό εἶναι με­γά­λο πράγμα. Αὐ­τή ἡ ἔκ­φρα­ση, υἱ­ός εἰ­ρή­νης, ἔχει μεγάλο νόημα![3]
Ὁ Κύ­ριος εἶ­πε κά­πο­τε στούς μα­θη­τές Του: «Ὅ­ταν πᾶ­τε κά­που νά κη­ρύ­ξε­τε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο , τό σπί­τι πού θά σᾶς ὑ­πο­δε­χθεῖ νά τό εὐ­λο­γή­σε­τε καί νά πεῖ­τε: ″εἰ­ρή­νη τῷ οἴ­κῳ τού­τῳ″»[4], εἰ­ρή­νη σ’ αὐ­τό τό σπί­τι. Καί ἄν ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει υἱ­ός εἰ­ρή­νης –δη­λα­δή ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­ναι ἄν­θρω­πος πού ἔ­χει τήν εἰ­ρή­νη– τό­τε ἡ εἰ­ρή­νη πού θά δώ­σε­τε σάν εὐ­λο­γί­α θά μεί­νει στό σπί­τι αὐ­τό . Ἀν­τί­θε­τα, ἄν δέν ὑ­πάρ­χει υἱ­ός εἰ­ρή­νης ἐ­κεῖ, δηλαδή δέν βρί­σκεται ἄν­θρω­πος πού νά ἀ­γα­πᾶ τήν εἰ­ρή­νη, τό­τε αὐτή θά γυ­ρί­σει πί­σω σ’  ἐσᾶς πού τή δώ­σα­τε». Βλέ­πε­τε λοι­πόν τί θά σημαίνει εἶ­μαι υἱ­ός εἰ­ρή­νης ;
Ἡ εἰ­ρή­νη ἐμ­φα­νί­ζε­ται σέ τρεῖς το­μεῖς. Ὁ πρῶ­τος το­μέ­ας εἶναι νά ὑ­πάρ­χει ἡ εἰ­ρή­νη ἀ­νά­με­σα στόν ἄν­θρω­πο καί στόν Θε­ό. Με­τά εἶναι ἡ εἰ­ρή­νη ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τές τίς ἴ­δι­ες τίς δυ­νά­μεις τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅπως θά δοῦ­με λί­γο πιό κά­τω. Καί τέ­λος εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν συνάν­θρω­πό του.
Ἄς δοῦ­με πρῶ­τα τήν εἰ­ρή­νη τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό.
Βέ­βαι­α ὁ Θε­ός θέ­λει πάν­το­τε νά ἔ­χει εἰ­ρή­νη μέ τόν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ὁ ἄν­θρω­πος δέν τό θέ­λει πάν­το­τε αὐτό. Αὐ­τή ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό εἶ­ναι ἡ πραγ­ματοποίηση, ἡ ἐφαρμογή τοῦ ἀγ­γε­λι­κοῦ ὕ­μνου τῆς Γεν­νή­σε­ως, «καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη»[5].
Ξέ­ρε­τε πό­σο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νο εἶ­ναι αὐ­τό; Πολ­λοί νο­μί­ζουν ὅ­τι αὐ­τή ἡ «ἐ­πί γῆς εἰ­ρή­νη» εἶ­ναι ἐ­κεί­νη πού θά στα­μα­τοῦ­σε τούς πο­λέ­μους ἐ­πά­νω στή γῆ. Δέν εἶ­ναι ὅμως αὐ­τό, ἀλ­λά εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό, ἐπειδή κά­πο­τε ὁ ἄν­θρω­πος, στό πρό­σω­πο τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔ­ας, ζή­τη­σε νά αὐ­το­νο­μη­θεῖ ἀ­πο­στα­τώ­ντας ἀπό τόν Θε­ό. Τό μέ­γι­στο δέ ἁ­μάρ­τη­μα εἶναι αὐ­τή ἡ αὐτο­νο­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τόν Θε­ό· δη­λα­δή λέμε στόν Θεό: «Δέν σ’  ἔ­χω ἀ­νάγ­κη , Θε­έ μου. Τί; Νά μέ κά­νεις κα­λά;... Μά ἔ­χω τήν ἰ­α­τρι­κή ἐ­πι­στή­μη ! Νά μοῦ δώ­σεις νά φά­ω ; Ἔ­χω τήν ὑ­γεί­α μου , κα­λά νά εἶ­ναι ἡ τσέ­πη μου , τά χω­ρά­φια μου»!
Τό πό­σο ἀ­νό­η­τος εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος πού σκέ­πτε­ται ἔ­τσι, δέν εἶναι ἀ­νάγ­κη νά τό ποῦ­με. Στήν ἀ­λα­ζο­νεί­α του ἀ­νο­η­τεύ­ει ὁ ἄν­θρω­πος καί βλέ­πει ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα. Τό «ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη» λοι­πόν εἶ­ναι ἡ πραγ­ματο­ποίηση τοῦ ἀγ­γε­λι­κοῦ ὕ­μνου, τό νά ἐ­πέλ­θει δηλαδή συμ­φι­λί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό. Καί ἄν κά­θε ἄν­θρω­πος συμ­φι­λι­ω­νό­ταν μέ τόν Θε­ό, αὐ­τό­μα­τα θά εἴ­χα­με εἰ­ρή­νη καί πά­νω στή γῆ. Δέν θά γί­νο­νταν πό­λε­μοι, δέν θά εἴχαμε διχόνοιες καί τέ­τοι­α πράγ­μα­τα, δέν θά γί­νον­ταν προ­φα­νῶς μά­χες καί λοιπά.
Ἔ­τσι, ἄς μή νο­μί­σου­με ὅ­τι αὐ­τό τό «ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη» μα­ται­ώ­θη­κε ἐπειδή ἐδῶ καί δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια συ­νε­χί­ζον­ται οἱ πό­λε­μοι πά­νω στή γῆ. Ἐ­πει­δή ἀκριβῶς ὑ­πάρ­χει αὐ­τή ἡ πα­ρα­νο­η­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη –μά ἐν­τε­λῶς πα­ρα­νο­η­μέ­νη, ἔ­ξω ἀ­πό τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ– γι’ αὐ­τό φθά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι –οἱ ἀρ­νη­τι­κοί ἄν­θρω­ποι, ἐ­κεῖ­νοι πού ἐ­πι­μέ­νουν στήν αὐ­το­νο­μί­α τους– νά λέ­νε ὅ­τι χρε­ω­κό­πη­σε ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, ὅτι δέν μᾶς ἔ­δω­σε τό προσ­δο­κώ­με­νο, καί γι’ αὐ­τό λοι­πόν φεύ­γου­με ἀ­πό τόν ἀ­στε­ρι­σμό τοῦ Ἰ­χθύ­ος –ἄ­κου­σον, ἄ­κου­σον!– καί πη­γαί­νου­με στόν ἀστε­­ρι­σμό τοῦ Ὑ­δρο­χό­ου καί δη­μι­ουρ­γοῦ­με τή Νέ­α Ἐ­πο­χή. Ἡ Νέ­α Ἐ­πο­χή δέ εἶ­ναι τού­τη: «Χρι­στέ Ἰ­η­σοῦ, δυ­ό χι­λιά­δες χρό­νια δέν πέ­τυ­χες τί­πο­τα. Ἔ , πᾶ­με τώ­ρα στόν ἄλ­λο Χρι­στόΧρι­στός σημαίνει Μεσ­σί­ας– στόν ἄλ­λο Μεσ­σί­α», δηλαδή τόν Ἀν­τί­χρι­στο. Εἶ­ναι φο­βε­ρό! Ἡ καρ­διά τοῦ θέματος τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί τῆς ἀ­πο­δο­χῆς του εἶ­ναι αὐ­τό πού σᾶς λέ­ω τώ­ρα· «Δέν μᾶς ἔ­δω­σες ; Πη­γαί­νου­με ἐ­κεῖ». Τό εἶ­πε ὁ Χρι­στός. «Ἄν ἔλ­θει ἄλ­λος , αὐ­τόν θά τόν ἀ­κού­σε­τε»[6]. Καί ἐ­πει­δή οἱ Ἑ­βραῖ­οι ἦ­ταν στρα­βά το­πο­θε­τη­μέ­νοι, νό­μι­σαν ὅ­τι ὁ Χρι­στός θά ἐρχόταν νά ἐ­πι­βά­λει τήν εἰ­ρή­νη ἐπά­νω στή γῆ, ἀλλά μέ τήν ἔν­νοι­α πού ἐ­κεῖ­νοι ἤ­θε­λαν, δηλαδή τήν πο­λι­τι­κή, τήν ἐ­θνι­κή, τήν οἰ­κο­νο­μι­κή, ὅ­πως θέ­λε­τε πάρ­τε το, καί ὄ­χι μέ τήν ἔννοια τῆς συμ­φι­λιώ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό, στα­μα­τώντας δηλαδή νά ὑ­πάρ­χει ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἐπά­νω στή γῆ.
Αὐ­τό, ξα­να­λέ­ω, εἶ­ναι ἡ καρ­διά, ὁ πυ­ρή­νας τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί τῆς ἀ­πο­δο­χῆς του. Αὐ­τό εἶ­ναι ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α· αὐ­τό εἶ­ναι ὅ­λο!
Ἀλ­λά ἐ­κεί­νη ἡ εἰ­ρή­νη πού ὑμνήθηκε ἀ­πό τούς ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους ἦ­ταν ἡ κα­τε­ξο­χήν εἰ­ρή­νη.

(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.



[1]. Ματθ. 5, 9.
[2]. Ἑ­βρ. 12, 14.
[3]. Βλ. Λουκᾶ, 10, 3. Πρβλ. Ματθ. 10, 16.
[4]. Λουκ. 10, 5.
[5]. Λουκ. 2, 14.
[6]. Ἰωάν. 5, 43.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας