Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Ἔπαθε τή θεοπτία καί μετά θεολόγησε. Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



 

 Ἤτανε πάλι ἕν’ ἀπόγευμα, πρίν δύσει ὁ ἥλιος. Μελιχρή ἀτμόσφαιρα, ὅλο θαλπωρή, ὁ Βόσπορος ἔστελνε λίγη ὑγρασία. Περνοῦσε ἀπό τήν ἀκρόπολη τοῦ Βύζα, τῶν ἀρχαίων μεγαρέων, προχωροῦσε στ’ ἀνάκτορα καί τόν ἱππόδρομο, τρύπωνε στίς κιονοστοιχίες τοῦ φόρου (ἀγορᾶς) τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου κι ἐλεύθερος ἔμπαινε στή φυτεμένη αὐλή τοῦ Ἀβλαβίου. Ἐκεῖ καί ἡ Ἀναστασία, πάλι γεμάτη, μέσα καί ἔξω. Τώρα ἔπρεπε ὁ Γρηγόριος νά δώσει ἕνα σωρό ἐξηγήσεις γιά τά προηγούμενα.
Ἔπρεπε νά συνεχίσει τό λόγο του περί θεολογίας. Ἔπειτα νά προχωρήσει στήν Τριαδολογία, ποία εἶναι ἡ σχέση τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδας, δηλαδή τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε προετοιμαστεῖ, τά εἶχε σχεδιάσει καλά.
Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γονάτισε δίπλα στήν ἁγία Τράπεζα, προσευχήθηκε λίγη ὥρα. Σηκώθηκε ἀργά καί βγῆκε στήν Ὡραῖα πύλη. Γιά νά ὑπενθυμίσει -ἄν καί δέ χρειαζότανε-συνόψισε μέ λίγα λόγια τήν προηγούμενη ὁμιλία καί τόνισε τό ρόλο τῆς ἁγίας Τριάδας. Τούς εἶπε ὅτι στή θεολογία ὁ Πατέρας εὐδοκεῖ, ὁ Υἱός συνεργεῖ καί τό Πνεῦμα ἐμπνέει. Ὅλα τελικά εἶναι θεία ἔλλαμψη. Τά τελευταῖα τοῦτα λόγια τοῦ ’φέρανε σύγχυση. Ἔχασε τόν εἱρμό, τό σχέδιο πού εἶχε ’τοιμάσει. Χωρίς νά τό καταλάβει, πῶς, καρδιά καί νοῦς γατζώθηκαν σέ ὅ,τι ὁ ἴδιος τίς μέρες εἶχε ζήσει. Τίς νύχτες πού προσευχότανε καί ζητοῦσε νά τοῦ δείξει ὁ Θεός τήν ἀλήθεια καί πῶς νά μιλάει γι’ αὐτήν. Ἤσανε βιώματα συγκλονιστικά. Ἐμπειρίες πού δέν τίς ἀντέχει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἔπαθε ὅ,τι καί ὁ Παῦλος, πού «ἡρπάγει εἰς τρίτον οὐρανόν» καί εἶδε ἀλήθειες ἄρρητες.
Πίεσε ὁ Γρηγόριος τόν ἑαυτό του ν’ ἀφήσει τίς ἐμπειρίες του καί νά προχωρήσει. Μάταια. Τρόμαξε, ὅταν ἔνιωσε ὅτι δέν μπορεῖ. Στό ξάστερο μέτωπό του γυάλισαν σταγόνες ἱδρώτα. Οὔτε μπρός μποροῦσε οὔτε πίσω. Παραδόθηκε στό βάθος του. Ἔσκυψε τό κεφάλι ἀριστερά, στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καί ἄφησε τό ποτάμι πού τόν πλημμύριζε νά κυλήσει ἔτσι ὅπως ἐρχόταν, ἄτακτα, ἀλλά μέ νερό καθαρό καί ἅγιο:
-Ἀγωνιζόμουν, ἀδελφοί. Ἀσκήτευα καί προσευχόμουν. Ἔκλαιγα καί ζητοῦσα τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ζήσω τή ἀλήθεια, νά γνωρίσω βαθύτερα τή θεότητα γιά νά διδάσκω τά ὀρθά. Βίαζα τόν ἑαυτό μου ν’ ἀνέβω ψηλά στό βουνό τῆς θεολογίας, νά εἰσχωρήσω στό πυκνό σύννεφο τῆς ἀλήθειας. Τό ποθοῦσα ἀφάνταστα.... μά βουνό ἡ ἀλήθεια! Ὅμως ἐγώ ἤλπιζα, γιατί ἀγαποῦσα. Ἔτρεμα κι ἀγωνιοῦσα, γιατί γνώριζα τή μικρότητά μου κι ἔνιωθα τή μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Κι ἔξαφνα ἔγινε, ἀδελφοί μου... ἔπαθα τό γλυκύ καί φοβερό. Ἐνῶ ζητοῦσα κι ἀγωνιοῦσα, βρέθηκα μέσα στό σύννεφο, ναί, στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ... ὑπῆρχα ἐκεῖ μέ τό Θεό, ζοῦσα μ’ αὐτόν, δέν ἔνιωθα ὕλη καί πράματα κοσμικά, μέσα μου ἔβλεπα καί ζοῦσα, μέ νοῦ καί καρδιά, ὅ,τι μπορεῖ κανείς νά ζήσει ἀπό τή θεότητα. Δέ λέω πώς εἶδα τή θεία φύση, πού μένει ἀπρόσιτη καί ἄγνωστη. Ὄχι.... αὐτὴν μόνο ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό ἅγιο Πνεῦμα τήν βλέπουνε. Εἶδα τή «δεύτερη φύση», τή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, τή θεία δηλαδή ἐνέργεια, τή λάμψη τῆς θείας φύσης, τήν ἀκτινοβολία της, πού φτάνει στόν ἄνθρωπο, ἐάν αὐτός ἀγαπᾶ, ἐάν ἀγωνίζεται νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη. Κι ὅλα τήν ὥρα τούτη εἶναι ἄφατη μακαριότητα... χωρίς ὅρια ἡ ἀπόλαυση. Βρίσκεσαι, ἀδελφέ, σέ ὕψος δυσθεώρητο ἐκεῖ πάνω... ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ ἀτέλειωτη καί τό κάλλος της ἀτέλειωτο. Κι ὅλ’ αὐτά, φίλοι μου, εἶναι λίγα. Μηδαμινά σέ σύγκριση μέ ὅσα δέ βλέπει ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση τούτη. Θά ’λεγα ὅτι βλέπει μόνο μικρό ἀπαύγασμα, ἑνός παμμέγιστου φωτός. Ὅμως, ἀλλοίμνο σέ κεῖνον πού θελήσει ν’ ἀνέβει ἐκεῖ χωρίς κάθαρση, χωρίς προετοιμασία. Πέφτει, κατρακυλᾶ κάτω καί χάνεται. Γιά ν’ ἀντικρύσει κανείς ἐκεῖ τήν περίλαμπρη θεότητα, πρέπει νά ’χει καλά καθαρίσει τά πνευματικά του μάτια, διαφορετικά τυλφώνεται, χάνει κι αὐτό πού ἔχει, τό φυσικό του φῶς. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἐκεῖ δέ φτάνει ὁ ἀνέτοιμος. Μόνο οἱ πολύ ἀγωνιστές. Κι αὐτοί πάλι ὄχι μόνοι τους, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού ἔρχεται σέ μᾶς ἀπό τότε πού ἐνανθρώπησε ὁ θεῖος Λόγος. Μόνο ἔτσι ἀπολαμβάνουμε τή θεία μακαριότητα, μετά τήν ἐνανθρώπηση ζοῦμε σέ ἄλλο βαθμό τίς θείες ἐνέργειες....
Σέ λίγο ἀνέκοψε τό λόγο του. Τό ἀκροατήριο τοῦ εἶχε παραδοθεῖ. Δέν περίμενε τέτοιο ποταμό προσωπικῶν ἐμπειριῶν, θεοπτικῶν βιωμάτων. Ἀκόμα καί οἱ κακόδοξοι, πού ἤσανε παρόντες, νιώθανε κάτι ἀπό τίς θεῖες ἐμπειρίες τοῦ ἱεροῦ ἄνδρα νά τούς ἀγγίζει. Δέν ἔπρεπε ὅμως νά προχωρήσει ἄλλο. Θά ἤτανε ἀσύνετο. Καί προσπάθησε μέ τρόπο νά περάσει στό σχέδιο πού ἀρχικά ἑτοίμασε: Τί γνωρίζουμε, τί δέ γνωρίζουμε ἀπό τό Θεό, πῶς ἐκφράζεται ἡ γνώση αὐτή καί τά σχετικά. Ἡ ἀνακοπή τοῦ λόγου ἔκανε νά συνέλθουνε λίγο ἀπό τήν ἔκρηξη καί οἱ ἀκροατές. Οἱ πιό ζωηροί, ὅσων ἡ καρδιά δέν εἶχε κατανυγεῖ πολύ, θυμηθήκανε ἀπορίες κι ἐνστάσεις. Βρήκανε τό κουράγιο τήν ὥρα ἐκείνη νά τίς εἰποῦν μέ συντομία, μέ δυό λέξεις.....
-Μποροῦμε, πάτερ, νά ἐκφράσουμε τό Θεό; γιατί κάποιοι σοφοί λένε ὄχι...
-Ὁ Πλάτωνας, τούς ἀπαντάει ἀμέσως, ἕνας ἀπ’ ὅσους ἕλληνες θεολογήσανε, λέει πώς εἶναι δύσκολο νά καταλάβουμε το Θεό κι ἀδύνατο νά τόν ἐκφράσουμε. Ἀλλά, ἐάν καταλάβεις κάτι, σίγουρα θά βρεῖς κάποιο τρόπο νά τό ἐκφράσεις, ἔστω καί ἀμυδρά. Τό θέμα εἶναι, λοιπόν, πῶς θά καταλάβεις τό Θεό! Ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ. Ἐπεμβαίνει ὅμως ὁ Θεός καί μᾶς φωτίζει, φανερώνει δηλαδή τόν ἑαυτό του μέ πολλούς τρόπους. Δέ φανερώνει ὅμως ποτέ τή οὐσία του, αὐτή μένει ἀπρόσιτη, γι’ αὐτήν ποτέ δέ μιλᾶμε στή θεολογία.
Ἕνας ἀπό τό ἀκροατήριο, μέ φιλοσοφική παιδεία, ἐπεμβαίνει καί ὑπενθυμίζει τούς νεοπλατωνικούς.
-Ἡ μέθοδος τοῦ ἀποφατισμοῦ, πάτερ, μ’ αὐτή μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό Θεό;
-Ὄχι, ὄχι, φίλε μου. Ἐμεῖς θέλουμε νά ζήσουμε ἀληθινά τό Θεό μας, νά τόν γνωρίσουμε γιά νά ζήσουμε!  Δέν εἶναι θέμα ζήτηση φιλοσοφικῆς. Μέθοδο ἀποφατική ἔχουν οἱ νεοπλατωνικοί, ἀλλ’ αὐτοί δέ ζοῦνε κεῖνο πού ἐπιδιώκουνε νά γνωρίσουν, γιατί τελικά δέ φτάνουνε σ’ αὐτό. Μέ τό νά λές τί δέν εἶναι ὁ Θεός, δέ σημαίνει ὅτι φτάνεις στό Θεό. Ἐμεῖς θέλουμε τήν ἀλήθεια πού δίνει ζωή, ἄρα πρέπει νά ἑνωθοῦμε μέ τήν ἀλήθεια. Δέ μᾶς ἱκανοποιεῖ τό νά ἐπισημαίνουμε τί δέν εἶναι ἀλήθεια. Γιατί αὐτό μόνο κάνει ὁ ἀποφατισμός. Σοῦ λέει μόνο μερικά πράγματα πού δέν εἶναι Θεός. Κάτι βέβαια εἶναι κι αὐτό μά ὄχι ἐκεῖνο πού ζητᾶμε. Ἄν σέ ρωτήσει κάποιος, πόσο κάνουνε πέντε καί πέντε καί σύ τοῦ ἀπαντήσεις ὅτι δέν κάνουνε τρία, δέν κάνουν ἑπτά, δέν κάνουνε ὀκτώ ἤ δεκαπέντε κ.λπ., δέν ἱκανοποιεῖς αὐτόν πού ἐρωτᾶ. Ἔτσι καί μέ τόν ἀποφατισμό, τό νά λέμε ὅτι ὁ Θεός δέν  εἶναι ὕλη, δέν ἔχει ἀρχή, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἄρρητος κ.λ.π., δέ ἀπαντᾶμε στή ζήτηση τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς πασχίζουμε καί πεθαίνουμε γιά νά ἔχουμε μέσα μας τό Θεό, γιά νά τόν ζοῦμε. Μέ τή δική του χάρη, βέβαια, ἀλλά ζοῦμε κι ἔχουμε τήν ἐμπειρία τῆς χάρης του, τῆς ἐνέργειάς του, ὄχι τῆς οὐσίας του. Γι’ αὐτό καί ὅλη μας ἡ θεολογία μιλάει κυρίως γιά τό πῶς ἀποκτᾶμε αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιά τό τί δέν εἶναι Θεός. Γιά νά δεῖτε καί μόνοι σας πόσο μικρῆς σημασίας εἶναι ὁ ἀποφατισμός, ἀναλογιστεῖτε καί τοῦτο: γιά νά μπορεῖς μέ σιγουριά νά πεῖς ὅτι Θεός δέν εἶναι ὕλη, δέν ἔχει ἀρχή κ.λ.π., πρέπει πρῶτα νά τόν ἔχεις γνωρίσει. Ἑπομένως οἱ ἀποφατικές ἐκφράσεις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποκτημένης πλέον βίωσης καί γνώσης τοῦ Θεοῦ, δέν ὁδηγοῦν οἱ ἐκφράσεις αὐτές στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Χρησιμεύουνε μόνο γιά τούς ἀρχάριους καί συχνά μέ αὐτές δηλώνουμε τό δέος μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα τίς χρησιμοποιοῦμε γιά νά δηλώσουμε ὅτι δέ γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως οὐδέποτε ἀναζητᾶμε...
Τελείωσε καί τό λόγο του αὐτό. Εἶχε ξεκαθαρίσει δυό βασικά στοιχεῖα. Ποιός εἶναι ὁ θεολόγος καί τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ θεολογία. Τί ὀφείλει νά προϋποθέτει ὁ θεολόγος καί ποιά ἡ ἐσωτερική δομή τῆς θεολογίας. Εἶν’ ἀλήθεια ὅτι ἀπ’ ὅσα ὑψηλά ἔλεγε ὁ Γρηγόριος οἱ πολλοί καταλαβαίνανε λίγα. Μά δέ γινότανε διαφορετικά. Θά ’δινε ὁ Θεός, οἱ πολλοί ν’ ἀκολουθήσουνε τούς λόγους. Πάντα ἔτσι γινότανε κι ἔτσι γίνεται. 



Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
(σελ.208-212)
  Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας